- καταπρόσωπον
- καταπρόσωπον (Μ)βλ. καταπρόσωπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταπροσωπίζω — (Μ) αντιμετωπίζω εχθρικά, αντιτάσσομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καταπρόσωπον + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
καταπροσωπώ — καταπροσωπῶ, έω (Μ) [καταπρόσωπον] έρχομαι καταπρόσωπο με κάποιον, αντιμετωπίζω κάποιον … Dictionary of Greek
καταπρόσωπα — και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα) επίρρ. 1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου 2. κατά μέτωπο, κατάμουτρα νεοελλ. με παρρησία μσν. 1. εναντίον κάποιου 2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι 3. απέναντι από κάποιον ή κάτι 4.… … Dictionary of Greek